φεστόνι — το, Ν 1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος 2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο.. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ.… … Dictionary of Greek
φεστονάρω — Ν διακοσμώ με φεστόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεστόνι + ρηματ. κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek
έγκαρπος — ο (AM ἔγκαρπος, ον) 1. αυτός που περιέχει καρπό 2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα) είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντα νεοελλ. είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνι αρχ. 1. προϊόν, καρπός 2. μέρος ή το δέκατο τής παραγωγής… … Dictionary of Greek
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
φεστονάρισμα — το, Ν [φεστονάρω] διακόσμηση με φεστονι … Dictionary of Greek